- ἐλινύες
- ἐλῑνύε̄ς , ἐλινύωkeep holidaypres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελινύες — ἐλινύες, αι (Α) «ἐλινύες ἡμέραι» μέρες αργίας και θυσιών στους θεούς της Ρώμης … Dictionary of Greek